Dictionary of Greek. 2013.
πολυαγάπητος — η, ο / πολυαγάπητος, ον, ΝΜΑ, πολλοαγάπητος, ον, Α ο πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀγαπητός] … Dictionary of Greek